ολιγομελής

ολιγομελής
-ές
αυτός που αποτελείται από λίγα μέλη («ολιγομελής επιτροπή»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ολιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -μελής (< μέλος). Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αν. Πολυζωίδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… …   Dictionary of Greek

  • μέλος — το (ΑM μέλος) 1. εξάρτημα τού κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.) 2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη τού… …   Dictionary of Greek

  • ολιγομέλεια — η [ολιγομελής] το να αποτελείται κάτι από λίγα μέλη …   Dictionary of Greek

  • ραφιδιόπτερα — τα, Ν ζωολ. ολιγομελής τάξη σαρκοφάγων νευροπτεροειδών εντόμων, αλλ. ραφιδιοειδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ραφιδία + πτερό(ν). Η λ. αποτελεί απόδοση ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. raphidiodea < raphidium (βλ. ραφιδία) + odea (< ώδης)] …   Dictionary of Greek

  • Εύξεινος Πόντος ή Μαύρη θάλασσα — Εσωτερική θάλασσα (460.000 τ. χλμ.) που περικλείεται από την Τουρκία, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Ουκρανία, τη Ρωσία και τη Γεωργία. Συγκοινωνεί με τη Μεσόγειο θάλασσα με το στενό του Βοσπόρου, την Προποντίδα και τα στενά των Δαρδανελίων. Οι… …   Dictionary of Greek

  • περίπολος — περίπολος, η και περίπολο, το 1. ολιγομελής ομάδα στρατιωτών που περιφέρεται για την τήρηση της τάξης ή για ανίχνευση σε καιρό πολέμου, φρουρά: Στην ησυχία της νύχτας ακούγεται μόνο το ρυθμικό βάδισμα της περιπόλου. 2. πολεμικό πλοίο που ελέγχει… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”